κεντήστρα

κεντήστρα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κεντήστρα" в других словарях:

  • κεντήστρα — η θηλ. τού κεντητής* …   Dictionary of Greek

  • κεντητής — ο, θηλ. κεντήστρα και κεντήτρα και κεντήτρια και κεντίστρα (ΑΜ κεντητής) [κεντώ] νεοελλ. 1. τεχνίτης που ασκεί την τέχνη τού κεντήματος 2. το θηλ. κεντήστρα α) γυναίκα που συνήθως κατ επάγγελμα ασχολείται με το κέντημα β) μτφ. γυναίκα που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ξομπλιάστρα — η 1. κεντήστρα, διακοσμήτρια 2. μτφ. κουτσομπόλα γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξομπλιάζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κεντήσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • πάστρια — ἡ, Α κεντήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσω* «διακοσμώ, κεντώ» + επίθημα τρια (πρβλ. τελέσ τρια)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»